- Μεγακλέα
- Μεγακλέηςmasc acc sg (epic ionic)Μεγακλέᾱ , Μεγακλέηςmasc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγακλέα — μεγακλεής very famous masc/fem acc sg (epic ionic) μεγακλέᾱ , μεγακλεής very famous masc/fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άμυρις — (6ος αι. π.Χ.).Σοφός της αρχαιότητας. Πατέρας του Δαμάσου από τη Σίρι της Κάτω Ιταλίας, που ήταν ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του Σικυώνιου τυράννου Κλεισθένη. Η Αγαρίστη παντρεύτηκε τελικά τον Μεγακλέα τον Αθηναίο (Ηρόδοτος, ΣΤ’… … Dictionary of Greek